audio
audioduration (s)
0.04
8.96
raw_text
stringlengths
1
111
normalized_text
stringlengths
0
108
Άγαθός ο νοικοκύρης
άγαθός ο νοικοκύρης
να φάει από το φαΐ που ψήνεις
να φάει από το φαΐ που ψήνεις
και τσ' ανθρώπους
και τσ ανθρώπους
και του διακονιάρη
και του διακονιάρη
και στα χέρια και στα πόδια
και στα χέρια και στα πόδια
Κατέω γω, μας ήλεγε
κατέω γω μας ήλεγε
για να 'σαι χερικάρης.
για να σαι χερικάρης
βλέπει στο τσικάλι μέσα φακή.
βλέπει στο τσικάλι μέσα φακή
Στο μεταξύ
στο μεταξύ
το αντίτερο της Μεγάλης Πέμπτης
το αντίτερο της μεγάλης πέμπτης
Πήγανε για ύπνο.
πήγανε για ύπνο
Και τρέχανε βρύσες τα μάτια μας
και τρέχανε βρύσες τα μάτια μας
και δεν όμπιασε
και δεν όμπιασε
και βγήκε να γνωρίσει τον κόσμο
και βγήκε να γνωρίσει τον κόσμο
και ξεχάσκουνε από τα γέλια
και ξεχάσκουνε από τα γέλια
Να και η Λενιώ
να και η λενιώ
Δεν τζη 'πιασε λόγο αυτός
δεν τζη πιασε λόγο αυτός
Άγιε Παντελεήμονα
άγιε παντελεήμονα
Τ' απαντά αυτός και γυρίζει
τ απαντά αυτός και γυρίζει
Αυτός κόσμο γυρίζει
αυτός κόσμο γυρίζει
να ρίξουμε άγκυρα,
να ρίξουμε άγκυρα
Οι αμάδες που τρυπούσαμε τσι κεφαλές μας
οι αμάδες που τρυπούσαμε τσι κεφαλές μας
τρεις βορές στο κούτελο
τρεις βορές στο κούτελο
και μας ήλεγε τα θεϊκά πράματα
και μας ήλεγε τα θεϊκά πράματα
σε εμάς τα δυο βορές κοπέλια τζη.
σε εμάς τα δυο βορές κοπέλια τζη
Και δεν βρέθηκε
και δεν βρέθηκε
Ντύθηκε ο Χριστός
ντύθηκε ο χριστός
Και έγινε καλά.
και έγινε καλά
Ανοίγει την πόρτα ο νοικοκύρης και
ανοίγει την πόρτα ο νοικοκύρης και
στη φωτιά να δίνει και να μην καίγεται
στη φωτιά να δίνει και να μην καίγεται
Κι όμως ένιωθα
κι όμως ένιωθα
καθώς την ακούγαμε να μας λέει
καθώς την ακούγαμε να μας λέει
κατασκοτωμένε.
κατασκοτωμένε
κι ό,τι άλλες γιατρικουλιές.
κι ότι άλλες γιατρικουλιές
Η Παναγία γέννησε στο σπήλαιο από κάτω
η παναγία γέννησε στο σπήλαιο από κάτω
Η νοικοκυρά όμως έψηνε λαγό
η νοικοκυρά όμως έψηνε λαγό
τση έλεγε ο κύρης μας κι ήσκα στα γέλια.
τση έλεγε ο κύρης μας κι ήσκα στα γέλια
είναι πενήντα.
είναι πενήντα
Σιγοψιθυρίζαμε
σιγοψιθυρίζαμε
κι όνειρο βλέπω
κι όνειρο βλέπω
τση γιατρούς και γιατρούς. Πράμα.
τση γιατρούς και γιατρούς πράμα
και βάναμε ύστερα καβαλίνες
και βάναμε ύστερα καβαλίνες
πονηρή νοικοκυρά.
πονηρή νοικοκυρά
με τα τρία δαχτύλια, τηνε σταυρώνει
με τα τρία δαχτύλια τηνε σταυρώνει
Έβαλες μπρε του διακονιάρη να φάει λαγο;
έβαλες μπρε του διακονιάρη να φάει λαγο
να σηκώσομε γυναίκα εκειονέ
να σηκώσομε γυναίκα εκειονέ
πάει και σηκώνει το διακονιάρη
πάει και σηκώνει το διακονιάρη
«Αυτά, μπρε, βαρβατίζουνε»
«αυτά μπρε βαρβατίζουνε»
και δεν εκακοσύνεψε
και δεν εκακοσύνεψε
και κάναμε το σταυρό μας.
και κάναμε το σταυρό μας
Τι ψήνεις
τι ψήνεις
να σολαϊστούμε σε μια γωνιά
να σολαϊστούμε σε μια γωνιά
και γήτευε την νοικοκυρά.
και γήτευε την νοικοκυρά
Και πάει να ποτίσει τα ζούμπερα.
και πάει να ποτίσει τα ζούμπερα
Βοσκοί την εθυμιάζανε
βοσκοί την εθυμιάζανε
ποθαμασμένη την είχανε
ποθαμασμένη την είχανε
κι άμυαλη γυναίκα.
κι άμυαλη γυναίκα
κι όπου αλλού βάλει ο μυαλός τ' ανθρώπου.
κι όπου αλλού βάλει ο μυαλός τ ανθρώπου
που μας έβλεπε να ξεκακώνουμε.
που μας έβλεπε να ξεκακώνουμε
Στο μεταξύ φτάνει
στο μεταξύ φτάνει
και μας ορμήνευγε
και μας ορμήνευγε
τ' απαντά αυτή.
τ απαντά αυτή
που γροίκα να σκάσει ο κακομοίρης
που γροίκα να σκάσει ο κακομοίρης
ή σαν και μερικούς που περνούν ζωή σκύλινη
ή σαν και μερικούς που περνούν ζωή σκύλινη
να ξεζευγαρώσω ζευγάρια
να ξεζευγαρώσω ζευγάρια
μας ήλεγε στη συνέχεια διακονιάρης
μας ήλεγε στη συνέχεια διακονιάρης
κι ας κάνουν τσοι παντέρμους και τσοι κατεχιάρηδες.
κι ας κάνουν τσοι παντέρμους και τσοι κατεχιάρηδες
τα ξινόδενδρα που 'χε κεντρισμένα
τα ξινόδενδρα που χε κεντρισμένα
να κοιμηθεί.
να κοιμηθεί
ήπιασε σφάχτης τη νοικοκερά.
ήπιασε σφάχτης τη νοικοκερά
και να δει αν τονε διακονέψουνε.
και να δει αν τονε διακονέψουνε
Και γυρεύαμε το λιμάνι μας
και γυρεύαμε το λιμάνι μας
Κουρνιάζαμε γύρου-γύρου
κουρνιάζαμε γύρουγύρου
να πιω από το αίμα ντου
να πιω από το αίμα ντου
σηκώθηκε ο Χριστός
σηκώθηκε ο χριστός
στο ποταμό να δίδει
στο ποταμό να δίδει
και μπερδεύαμε τα πόδια μας στα πόδια τση μάνας μας
και μπερδεύαμε τα πόδια μας στα πόδια τση μάνας μας
Απαντά η νοικοκερά.
απαντά η νοικοκερά
ρωτά ο διακονιάρης.
ρωτά ο διακονιάρης
κι άλλα στον καρπό εμπαίνανε.
κι άλλα στον καρπό εμπαίνανε
κι άλλα από τη γης εσωξεριζωθήκα.
κι άλλα από τη γης εσωξεριζωθήκα
και να αφήσουμε, λέει, τσοι μεγάλους
και να αφήσουμε λέει τσοι μεγάλους
κι άλλα ανθούσανε κι άλλα εδένανε
κι άλλα ανθούσανε κι άλλα εδένανε
εκειά να φας, εκειά να πιεις
εκειά να φας εκειά να πιεις
κι αγγέλοι την εβλέπαν.
κι αγγέλοι την εβλέπαν
θα κατέχει
θα κατέχει
φύτεψε χίλια δέντρα
φύτεψε χίλια δέντρα
Καλά ήπιανε.
καλά ήπιανε
να το ξεζευγαρώσω
να το ξεζευγαρώσω
Ξούσε κι αυτη το κούτελο,
ξούσε κι αυτη το κούτελο
η χέρα του τάδε.
η χέρα του τάδε
Κενώνει κι αυτή και πράγμα παράξενο.
κενώνει κι αυτή και πράγμα παράξενο
κι ας ήτονε ογδόντα και βάλε χρονώ.
κι ας ήτονε ογδόντα και βάλε χρονώ
να βρω αντρόυνο καλό
να βρω αντρόυνο καλό
πρώτε γιατρέ του κόσμου
πρώτε γιατρέ του κόσμου
γιατί αυτός
γιατί αυτός
μα πρέπει να νηστέψεις
μα πρέπει να νηστέψεις
κι ήθελε να ξεσκουληκιάσει το σπίτι μας
κι ήθελε να ξεσκουληκιάσει το σπίτι μας
κιάνα φάρμακο.
κιάνα φάρμακο
χολή και ξύδι να σε ποτίσουνε.
χολή και ξύδι να σε ποτίσουνε