audio
audioduration (s) 0.04
8.96
| raw_text
stringlengths 1
111
| normalized_text
stringlengths 0
108
|
---|---|---|
Τα πολλά κοπέλια είναι πλούτος. | τα πολλά κοπέλια είναι πλούτος |
|
Ύστερα κάνοντας πέτρα την καρδιά ντου | ύστερα κάνοντας πέτρα την καρδιά ντου |
|
Γύρεψε τηνε σ' όλους τσοι γιατρούς, ξόδιασε τα μαλλιοκέφαλα ντου, γιατρειά δεν ηύρισκε. | γύρεψε τηνε σ όλους τσοι γιατρούς ξόδιασε τα μαλλιοκέφαλα ντου γιατρειά δεν ηύρισκε |
|
Μόνο άνε θες να πάρεις φαμέγιο το Μιχαλιό μου, | μόνο άνε θες να πάρεις φαμέγιο το μιχαλιό μου |
|
Ήτανε κι η κοιλιά στο στόμα, να δώσει ένα χέρι βοήθειας δεν μπορούσε, | ήτανε κι η κοιλιά στο στόμα να δώσει ένα χέρι βοήθειας δεν μπορούσε |
|
Μια όρθα είχανε ούλη κι ούλη. | μια όρθα είχανε ούλη κι ούλη |
|
Έτσι περάσαν τα χρόνια δεκαεφτά ολάκερα χρόνια. | έτσι περάσαν τα χρόνια δεκαεφτά ολάκερα χρόνια |
|
Μη μασε ξελαμίσει καμιά βρομοδουλειά που δε θα 'χει αναμπαλωμό. | μη μασε ξελαμίσει καμιά βρομοδουλειά που δε θα χει αναμπαλωμό |
|
να τρέμουν τα ποδαράκια ντως τ' αχαμνά, | να τρέμουν τα ποδαράκια ντως τ αχαμνά |
|
να ανοίγουνε σαν τα ατσελεγάκια τσι μπούκες ντως. | να ανοίγουνε σαν τα ατσελεγάκια τσι μπούκες ντως |
|
Ύστερα είμαστε και χωστά λογοστεμένοι. | ύστερα είμαστε και χωστά λογοστεμένοι |
|
Άκου, θεια, το Μαρουλιώ τ' αγαπώ και μ' αγαπά. | άκου θεια το μαρουλιώ τ αγαπώ και μ αγαπά |
|
Ξάνοιγε με άλλο μάτι το νιάψυχο το Μαρουλιώ, που ήτανε κι αυτή γυναίκα ζηλευτή. | ξάνοιγε με άλλο μάτι το νιάψυχο το μαρουλιώ που ήτανε κι αυτή γυναίκα ζηλευτή |
|
Γυναίκα, μη βλάστημάς κι είν' αμαρτία μεγάλη, | γυναίκα μη βλάστημάς κι είν αμαρτία μεγάλη |
|
και γροίκα να κουζουλαθεί ο καψερός ο Νικόλης. | και γροίκα να κουζουλαθεί ο καψερός ο νικόλης |
|
Αφεντικό, δούλεψά σου μπιστικά δεκαεφτά ολάκερα χρόνια. | αφεντικό δούλεψά σου μπιστικά δεκαεφτά ολάκερα χρόνια |
|
Ύστερα θα το τσιτσιρίσει ο σκύλος και θα μας το κατσάσει. | ύστερα θα το τσιτσιρίσει ο σκύλος και θα μας το κατσάσει |
|
Κι η Νικόλίνα δίπλα να μπαλώνει τη ξανα-ξανα-ξαναμπαλωμένη γκιλότα του Νικόλη. | κι η νικόλίνα δίπλα να μπαλώνει τη ξαναξαναξαναμπαλωμένη γκιλότα του νικόλη |
|
«Καλά, φέρε μου τονε και ξα μου». | «καλά φέρε μου τονε και ξα μου» |
|
βάστα μωρέ κοντομίχαλε να μου βάλεις νερό. | βάστα μωρέ κοντομίχαλε να μου βάλεις νερό |
|
Άστραφτε από ομορφιά και λοξοξάνοιγε το Μιχαλιό. | άστραφτε από ομορφιά και λοξοξάνοιγε το μιχαλιό |
|
Και μια βραδιά που καίγουνταν στο πυρετό και παραμίλιε, άκουσε ντην η μάνα τζη, και μια και δυο στση Νικολήνας. | και μια βραδιά που καίγουνταν στο πυρετό και παραμίλιε άκουσε ντην η μάνα τζη και μια και δυο στση νικολήνας |
|
κι ο Στελιανάρος κοιτάζει με νόημα τη γυναίκα ντου κι ύστερα. | κι ο στελιανάρος κοιτάζει με νόημα τη γυναίκα ντου κι ύστερα |
|
Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο. | τρεις το λάδι τρεις το ξίδι έξι το λαδόξιδο |
|
Κάτσε να τα συμφωνήσουμε. | κάτσε να τα συμφωνήσουμε |
|
Και άμα την ήκαμε πατητήρι | και άμα την ήκαμε πατητήρι |
|
Είχε αραδιάσει καμιά δεκαριά κουτσούβελα. | είχε αραδιάσει καμιά δεκαριά κουτσούβελα |
|
Θα το βάλω φαμέγιο το Μιχαλιό. Μόνο είντα ζητάς; | θα το βάλω φαμέγιο το μιχαλιό μόνο είντα ζητάς |
|
«Οι, δε κατέχω είντα. | «οι δε κατέχω είντα |
|
Ύστερα έχουμε και την κοπελιά. | ύστερα έχουμε και την κοπελιά |
|
Και πάει στου Στελιανάρου ο Νικόλης, | και πάει στου στελιανάρου ο νικόλης |
|
Στρωματσάδα δίπλα από την παρασθιά, πόδια κεφαλές | στρωματσάδα δίπλα από την παρασθιά πόδια κεφαλές |
|
Καλή ώρα σαν κι εδά. | καλή ώρα σαν κι εδά |
|
Η κακομοίρα, ας είν' και καλομοίρα, η Νικόλίνα η καψερή, | η κακομοίρα ας είν και καλομοίρα η νικόλίνα η καψερή |
|
«Όλοι οι χοίροι μια γενιά» σκέφτηκε ο Νικόλης. | «όλοι οι χοίροι μια γενιά» σκέφτηκε ο νικόλης |
|
«Σκέφτηκα να βάλομε φαμέγιο το Μιχαλιό», | «σκέφτηκα να βάλομε φαμέγιο το μιχαλιό» |
|
«Το λοιπόν, Νικόλη, είντα ζητάς;». | «το λοιπόν νικόλη είντα ζητάς» |
|
ο Θιος να μην το κάμει. | ο θιος να μην το κάμει |
|
με ένα τσίτινο πουκαμισάκι χειμώνα καλοκαίρι, | με ένα τσίτινο πουκαμισάκι χειμώνα καλοκαίρι |
|
Μα όταν σμίγανε τα βλέμματά ντως, κατέβαζε αυτή τα δικά τζη από ντροπής. | μα όταν σμίγανε τα βλέμματά ντως κατέβαζε αυτή τα δικά τζη από ντροπής |
|
«Γυναίκα», τση ματάπε αυτός. | «γυναίκα» τση ματάπε αυτός |
|
«Και παράγγειλου ντου ένα ζευγάρι στιβάνια βακέδινα ο Στελιανάρος, | «και παράγγειλου ντου ένα ζευγάρι στιβάνια βακέδινα ο στελιανάρος |
|
«Γυναίκα», κατάλαβε η Νικόλίνα, | «γυναίκα» κατάλαβε η νικόλίνα |
|
Να μην το ξαναπείς». | να μην το ξαναπείς» |
|
Κι από φαΐ πότε πότε κιαμιά φασουλάδα κι απέκει νερό όσο ήθελε. | κι από φαΐ πότε πότε κιαμιά φασουλάδα κι απέκει νερό όσο ήθελε |
|
Το λοιπός, η δουλειά θα γίνει ετσέ λοής. | το λοιπός η δουλειά θα γίνει ετσέ λοής |
|
Απού να το βρει στα κοπέλια ντου, | απού να το βρει στα κοπέλια ντου |
|
Κι έπιασε ο Νικόλης και σύμπαινε τη φωτιά. | κι έπιασε ο νικόλης και σύμπαινε τη φωτιά |
|
Ας κάνομε κι εμείς ένα καλό έτσι για την ξεμίστεψή μας. Ετσά δεν είναι, γυναίκα;». | ας κάνομε κι εμείς ένα καλό έτσι για την ξεμίστεψή μας ετσά δεν είναι γυναίκα» |
|
Ήρθα λοιπόν να σου ζητήξω.» «Δανεικά; Είντα λογάται;». | ήρθα λοιπόν να σου ζητήξω» «δανεικά είντα λογάται» |
|
Και μια μέρα που ήτανε μόνοι στο σπίτι, μπροστά στο κόνισμα της Παναγίας, δώσανε όρκο. | και μια μέρα που ήτανε μόνοι στο σπίτι μπροστά στο κόνισμα της παναγίας δώσανε όρκο |
|
Δεν μίλησε αυτή. | δεν μίλησε αυτή |
|
«Όι, δανεικά δε σου ζητώ. | «όι δανεικά δε σου ζητώ |
|
και βύζαρε ντως η μάνα ντως. | και βύζαρε ντως η μάνα ντως |
|
«Λέω που λες να πάω να βρω το Στελιανάρο». | «λέω που λες να πάω να βρω το στελιανάρο» |
|
Μουδέ ορίστε δεν του 'πε ο μοναχοφαγάς. | μουδέ ορίστε δεν του πε ο μοναχοφαγάς |
|
Τσοι πήραν και τα κοπέλια αξογύρου. Πώς να πάρει την απάνω βόλτα; | τσοι πήραν και τα κοπέλια αξογύρου πώς να πάρει την απάνω βόλτα |
|
η αξεμούριστη. | η αξεμούριστη |
|
Έλαμψε το προσωπάκι τζη, ήρθε η όρεξη τζη. | έλαμψε το προσωπάκι τζη ήρθε η όρεξη τζη |
Subsets and Splits