text
stringlengths
3
104
όπου ήξερε πως τον καρτερούσε μια ορεκτικότατη σκορδαλιά.
Τι είναι αυτά; ρώτησε.
Η αυτοθυσία! μουρμούρισε.
εκεί που τα πήρε.
και τον κατέβασε ο Κακομοιρίδης στο πηγάδι.
περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο καβγάς
και πήγε στο μαγειριό
και να δεις με τι καρδιά δουλεύομε!
βροντοφώνησε το Βασιλόπουλο.
Μισόκλεισε τα μάτια του ικανοποιημένος καθώς ζωγράφισε στη δεξιά άκρη
Το Βασιλόπουλο έσκυψε το κεφάλι, καταθλιμμένο.
Και, μόλις έκαναν οι στρατιώτες να τον αφήσουν, έπεφτε χάμω.
Σκάλισμα: Σκοπός του είναι να απαλλάξουμε το χώμα από τα διάφορα άγρια χόρτα.
Και χωρίς όπλα, πρόσθεσε τρίτος χαχανίζοντας.
σαν όλους.
Η βαθιά σιωπή ολονών του φαίνουνταν δυσάρεστη.
Καθισμένη σε μια γωνιά η Ειρηνούλα έκλαιγε με αναφιλητά.
Δέκα λεπτά ακόμη
Εσύ ωστόσο μη χάνεις στιγμή.
Ο Βασιλιάς, με το πιρούνι του όρθιο στο χέρι
Α, σε βαρέθηκα πια!
Και δεν είχε.
έλα αύριο στο σπίτι του να κάνεις το μάθημα σου.
Εγώ είμαι ο στρατός, Αφέντη, είπε πάλι ο κουτσός.
βιαζόταν και είχε αφήσει το σχέδιο στη μέση.
Ο λαιμός μου είναι κατάξερος, και θέλω να τον γλυκάνω με το νησιώτικο κρασί
Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω!
Λοιπόν, πατέρα μου και Βασιλιά μου
της ύπαρξής μου στέμμα
Καλή αρχή! είπε με χαρά το Βασιλόπουλο.
έκανε το χαρακτηριστικό της θόρυβο
και ξαναγύρισε στη δουλειά της
Ο κουλός, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης.
Είναι πολύ μεγάλο.
Τότε, στον καλό καιρό, σα ζούσε ο Συνετός
Κανείς δεν γύρισε να τον κοιτάξει
Τι μου κάθισες στο λαιμό σου, στη θέση της χρυσής σου αλυσίδας;
Πού φθάνουν;
Δοκίμασα να τον συνεφέρω, μα δεν άνοιξε τα μάτια του.
τα φοβερά κάστρα του Συνετού.
Από που είσαι λοιπόν;
θα έχει προδώσει.
Μόνο εκείνους πια περίμεναν για να καθίσουν.
Και βγάζοντας το ρούχο του, το Βασιλόπουλο έφτιασε τρία κατρακύλια.
Ο Πολύδωρος ανατρίχιασε.
που έφθανε μισοπεθαμένος από τον ασυνήθιστο κόπο της πρωινής του.
Σε πειράζει, πατέρα
Έξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο του στα χέρια του
Μα πού να τα βρει;
Έξαφνα χτύπησε το μέτωπο του
Στο καλό, πατριώτη!
όσα μου παρήγγειλε ο Εξοχότατος κυρ-αρχικαγκελάριος
Άφησε με να σε βοηθήσω λοιπόν κι εγώ, κυρα-Βασιλοπούλα.
Δε δουλεύει το ξύλο.
Ο κουλός εξακολουθούσε να σπρώχνει τις φελούκες του.
για να μη ζητιανεύουν.
Όχι χορταρικά, μόνο ρίζες, διέκοψε ο δάσκαλος.
Ό,τι θέλεις θα το κάνω.
Το κεφάλι του ήταν μαντιλοδεμένο
Το σπίτι μου θα φθάσει πάντα.
αποκρίθηκε λαχανιασμένος.
Ύστερα φώναξε τον αρχικαγκελάριό του και του είπε
Να το κλώσετε σεις!
Γίνονται βέβαια
Τι θέλει αυτή η μέλισσα;
παραμερίζοντας το γιο του.
Ο υπασπιστής Πολύκαρπος έβαλε τα οπωρικά σε μια γαβάθα
Αντί να τρέχεις στο Σχολείο του Κράτους
Η κρεμαστή σκάλα ήταν σπασμένη
που από το παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού
Έκοβαν τα δέντρα
όλα ταράχτηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρίχιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα
και σου φέρνω αμέσως όσο θες!
Έσκασες όμως το άλογο σου.
πήρε τα κλειδιά, και από κει τράβηξε για τη φυλακή.
Οι δύο νέοι τον ευχαρίστησαν καταχαρούμενοι.
Ο πατέρας σου θα γυρίσει στο σπίτι σας απόψε.
προϊόντων που είναι φιλικά προς το φυσικό περιβάλλον και την υγεία
Βάλε δω άλλο ένα στεφάνι, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης, δείχνοντας τον τάφο του Πολύδωρου.
Άλλο τόσο θα κάνουμε κι εμείς.
Θέλεις να μάθεις;
Μα άλλο βέλος τρύπησε το πλευρό του
Μπορούσες να σκοτώσεις καμιάν αγριόπαπια.
χαιρέτησε βαθιά κι ετοιμάζουνταν να βγει έξω.
και από ολόκληρη τη γέφυρα υπήρχε μόνο ένα προσχέδιο
Ο Πολύδωρος τα πλήρωσε με τη ζωή του, πρόσθεσε συγκινημένος.
Ο Βασιλιάς μουφλούζεψε.
ρώτησε σιγά το Βασιλόπουλο
αποκρίθηκε το παιδί.
Αφέντη, ο εχθρός προχωρεί!
Οι Βασιλοπούλες σταμάτησαν σαστισμένες
να τους φέρω εδώ
και μας πήρε όλους
Ξυπνητός ονειρεύομαι;
την παγωμένη λίμνη με τη γέφυρα που ένωνε την ανατολική με τη δυτική πλευρά
Τώρα έχω ό,τι μου χρειάζεται για το γιαχνί μου
Δεν ξέρω ακόμα τίποτα!
Και συ, Ειρηνούλα;
Αμ αν ήταν να έβρισκα σκοπό
και δυο-τρία πανέρια ήταν γεμάτα, παρατημένα εκεί.

No dataset card yet

Downloads last month
743