audio
audioduration (s) 1.65
9.65
| text
stringlengths 3
104
| speaker_id
stringclasses 5
values |
---|---|---|
και με δάκρυα στα μάτια διηγούνταν τη συγκίνηση | d5b28 |
|
πλήρωνε το παλάτι ό,τι έπαιρνε. | d5b28 |
|
Έκανε ένα βήμα κι έπεσε στα γόνατα εμπρός στο Βασιλόπουλο | d5b28 |
|
και βγήκε τρεχάτος. | d5b28 |
|
Προσπάθησε να τρέξει, μα η κούραση τον νίκησε. | d5b28 |
|
και η τρεμουλιάρικη φλόγα του φώτιζε | d5b28 |
|
Και για να μην τον κακοκαρδίσει | d5b28 |
|
και ξεσκέπασε ένα δέμα τυλιγμένο σ' ένα μεταξωτό κόκκινο μαντίλι | d5b28 |
|
πριν αποφασίσει να πάει έξω να δει τι συμβαίνει | d5b28 |
|
Σήμανε το προσκλητήριο αμέσως, διέταξε | d5b28 |
|
και θα σου δείξω εγώ τι είναι ο στρατός μου. | d5b28 |
|
ακούμπησε στο πεζούλι του παραθύρου και ξέσπασε στα κλάματα. | d5b28 |
|
Και ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις δάσκαλος; | d5b28 |
|
Γιατί δε δουλεύεις και τώρα; | d5b28 |
|
που από τη χαρά του έκανε μια τούμπα | d5b28 |
|
Ο Βασιλιάς, με το πιρούνι του όρθιο στο χέρι | d5b28 |
|
Μοίρασε τότε τις σοδειές του, κι έτσι πέρασε ο χειμώνας χωρίς να πεινάσει κανένας. | d5b28 |
|
έλεγε αναστενάζοντας ο άνθρωπος. | d5b28 |
|
Τα γόνατά του κόπηκαν προς στιγμή και ακούμπησε τον τοίχο. | d5b28 |
|
τον γκρέμισε από το βουνό για να του πάρει το σακούλι του. | d5b28 |
|
το φανάρι αναμμένο και το κελάρι αδειανό. | d5b28 |
|
Μα κουτσοζεί ο κακομοίρης, με το μεροδούλι-μεροφάγι. | d5b28 |
|
Γιατί τα γράμματα κάθονται σούζα όταν τα κοιτάς | d5b28 |
|
Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως | d5b28 |
|
Μα για να το επιτύχω, πρέπει εσύ να με βοηθήσεις. | d5b28 |
|
Να γίνεις γυναίκα μου και Βασίλισσά μου, είπε ο Συνετός. | d5b28 |
|
Όχι, αλλά για τα καστανά μάτια του γιου του. | d5b28 |
|
Ποιο είναι το σωστό μέρος; | d5b28 |
|
Στο ποτάμι τώρα! | d5b28 |
|
Το τηλέφωνο χτυπάει | d5b28 |
|
Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου | d5b28 |
|
ξαναπήρε ο κουλός τη διεύθυνση της αντικρινής όχθης | d5b28 |
|
Και ποιος είσαι συ; | d5b28 |
|
και δυο τρεις τσίροι καρβουνιάζουνταν ανάμεσα στις στάχτες. | d5b28 |
|
Εδώ τουλάχιστον έχω σπίτι! | d5b28 |
|
Σε πολλά μέρη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. | d5b28 |
|
και πουλούσαμε τα γεννήματα σε όλα τα γειτονικά μέρη. | d5b28 |
|
Μπήκαν μέσα και γύρισαν όλα τα δωμάτια. | d5b28 |
|
έτοιμοι να πελεκηθούν | d5b28 |
|
Με σταυρωμένα τα χέρια το Βασιλόπουλο τον κοίταζε | d5b28 |
|
Τώρα θ' αρχίσει το πανηγύρι, είπε ο κουλός. | d5b28 |
|
που στην ταβέρνα είχε πει τόσο υβριστικά λόγια | d5b28 |
|
Καλά, θα έρθω. | d5b28 |
|
Η χαρά του κόσμου δε βαστιούνταν. | d5b28 |
|
Με χόρτα τώρα θα ζούμε! | d5b28 |
|
Κάποιος στρατιώτης έριξε ένα σκοινί στο κλαδί του δέντρου εκεί μπροστά. | d5b28 |
|
Τα μάτια του Βασιλόπουλου αχτινοβολούσαν από καινούριες ελπίδες | d5b28 |
|
Τι κακό γίνεται δω; | d5b28 |
|
τυλίχθηκε με αξιοπρέπεια στον ξεθωριασμένο μανδύα του | d5b28 |
|
στη θέση Άμπλας περιφερείας Βουτά της Ιστιαίας | d5b28 |
|
Στο διάβολο, τέτοιοι υπηρέτες σαν τους δικούς μου! | d5b28 |